- ξεμοναχιασμένος
- η , ο одинокий;
ξεμοναχιασμένο δέντρο — одинокое дерево
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμοναχιασμένο δέντρο — одинокое дерево
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμοναχιάζομαι — ξεμοναχιάζομαι, ξεμοναχιάστηκα, ξεμοναχιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμοναχιάζω — ξεμονάχιασα, ξεμοναχιάστηκα, ξεμοναχιασμένος 1. απομονώνω: Το ζώο ξεμοναχιάστηκε από το κοπάδι. 2. παρασύρω κάποιον σε μέρος απόμερο ή κατορθώνω να τον συναντήσω μόνον: Τον ξεμονάχιασα με τρόπο και του μίλησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)